φίλαγρος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ῐ], ον, A fond of the country, Luc.Lex.3. 2 (ἄγρα) fond of the chase, Δίκτυννα φ. Mnemos.4(1936).11 (Athens).
German (Pape)
[Seite 1274] das Land, das Landleben liebend, Luc. Lexiph. 3.
Russian (Dvoretsky)
φίλαγρος: любящий деревню, сельскую жизнь Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φίλαγρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀγρούς, Λουκ. Λεξιφάν. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀγρός.