ὠλενοστρόφος

From LSJ
Revision as of 08:30, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλενοστρόφος Medium diacritics: ὠλενοστρόφος Low diacritics: ωλενοστρόφος Capitals: ΩΛΕΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ōlenostróphos Transliteration B: ōlenostrophos Transliteration C: olenostrofos Beta Code: w)lenostro/fos

English (LSJ)

ὁ, mat-maker, PPetr.3p.173 (iii B. C.), BGU1528 (iii B. C.); toranus (leg. torarius) = ωλενος· τροφος, Gloss.: cf. ὠλένη 3 and ὠλήν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας
2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευροστρόφος.