βυρσοδεψικός
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ή, όν, of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr.CP3.9.3: hence βυρσοδεψική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de curtir, utilizado para curtir bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. zumaque de curtir como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.Mul.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, Cyran.1.1.27 (ap. crít.).
II subst. ἡ β.
1 arte de curtir Socr.Ep.14.2.
2 bot. ἡ β. zumaque de curtir, e.e. el arbusto, Thphr.CP 3.9.3 (cf. I).
German (Pape)
[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η
η τέχνη του βυρσοδέψη
(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.