ἐμπερίληψις
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
εως, ἡ, encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 confinamiento, cerco τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19, τοῦ φωτός Epicur.Ep.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.1.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερίληψις: εως ἡ окружение, схватывание (τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
Greek Monolingual
ἐμπερίληψις, η (Α)
το να συμπεριλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο.