στενυγροχωρίη

From LSJ
Revision as of 18:17, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενυγροχωρίη Medium diacritics: στενυγροχωρίη Low diacritics: στενυγροχωρίη Capitals: ΣΤΕΝΥΓΡΟΧΩΡΙΗ
Transliteration A: stenygrochōríē Transliteration B: stenygrochōriē Transliteration C: stenygrochorii Beta Code: stenugroxwri/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. for στενοχωρία, Hp. (Art.14) as cited by Gal.18(1).411; so στενυγρόω, Ion. for στενόω, contract, Hp. (Epid.6.2.1) as cited by Gal.17(1).896.

German (Pape)

[Seite 936] ἡ, ion. = στενοχωρία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στενυγροχωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ στενοχωρία, Ἱππ (791G) ὡς μνημονεύεται παρὰ Γαλην.· οὕτω στενυγρόω, Ἰων. ἀντὶ στενόω, συστέλλω, Ἱππ (1168F) ὡς μνημονεύεται παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + -χωρίη (< -χωρος < χῶρος)].