καινισμός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ὁ, A renewal, PLond. 2.354.16 (ii B. C.). 2 innovation, Vett.Val.192.15, Just.Nov.20.4, 11.8.6.
German (Pape)
[Seite 1294] ὁ, die Neuerung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινισμός: ὁ, νεωτερισμός, Θεόφιλος Ἀντικ. 2. 14, σ. 358, Reitz.
Greek Monolingual
καινισμός, ὁ (AM) καινίζω
1. ανακαίνιση, ανανέωση
2. νεωτερισμός, καινοτομία.