σιδηροκόντρα
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἡ, in plural, perhaps gladiatorial contest with barbed iron spears, Ausonia6.9* (Gortyn); sg.in IGRom.3.360 (Sagalassus); cf. κοντροκυνηγέσιον.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κυρίως στον πληθ.) αἱ σιδηροκόντραι
αγώνες μονομάχων, εξοπλισμένων με σιδερένιες λόγχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κόντρα (< θ. κοντ- του κοντός (ΙΙ) «κοντάρι»)].