δυσαπόλυτος
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ον, hard to get free of, δ. πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.p.51 C. Adv. -τως Erot. s.v. βλακεύειν, Gal.8.284.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de eliminar medic. τὰ ὑγρά Gal.7.172, cf. 17(1).836
•fig. de lo que es difícil desprenderse δυσαπόλυτον πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.51.
2 adv. -ως en forma muy difícil de desprenderse ἐν τῷ συνουσιάζειν δ. ἔχει Erot.28.17, τὰ δὲ γλίσχρα τῆς ἀρτηρίας ἀντέχεται δ. Gal.7.172, τὰ ἐμπλαττόμενα δ. Gal.15.458, cf. 8.284, c. gen. τὸ δ. ἔχεσθαι τῶν μορίων de ciertos tumores, Paul.Aeg.4.26.1, cf. Anon.Prol.15.65.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzulösen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόλῠτος: -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313.