γνωμολογικός

From LSJ
Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμολογικός Medium diacritics: γνωμολογικός Low diacritics: γνωμολογικός Capitals: ΓΝΩΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmologikós Transliteration B: gnōmologikos Transliteration C: gnomologikos Beta Code: gnwmologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.

German (Pape)

[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.

Russian (Dvoretsky)

γνωμολογικός: напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.