ψίζομαι
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
weep, ἄ με ψισδομένα κατελίμπανεν Sapph.Supp.23.2; ψιζομένη· κλαίουσα, Hsch.; ἔψιδεν· ἔκλαυσεν, Id.; cf. ψίνδεσθαι.
Greek Monolingual
και ψίσδομαι Α
κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. σίζω)].
Frisk Etymology German
ψίζομαι: {psízomai}
Grammar: v.
Meaning: weinen in ψιζομένη· κλαίουσα H. = äol. ψισδομένα (Sapph. 94, 2); ἔψιδ<δ>εν· ἔκλαυσεν, ψίνδεσθαι· κλαίειν H.
Etymology: Wohl lautmalend; vgl. σίζω; s. auch ψόφος.
Page 2,1137