εὐσυνάλλακτος

Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, easy to deal with, πρὸς ἀκρόασιν Plu.2.42f, cf. Ptol.Tetr.165, Vett.Val.116.32. Adv. εὐσυναλλάκτως LXX Pr.25.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un commerce facile, qui se prête à, πρός et l'acc..
Étymologie: εὖ, συναλλάσσω.

German (Pape)

umgänglich, πρὸς ἀκρόασιν Plut. de audit. 70, andere Spätere
• Adv., LXX.

Russian (Dvoretsky)

εὐσυνάλλακτος: сговорчивый: οὐκ εὐ. πρὸς ἀκρόασιν Plut. не слушающий убеждений.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυνάλλακτος: -ον, εὐπροσήγορος, ὁμιλητικός, Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «ἕξις ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751.

Greek Monolingual

εὐσυνάλλακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός.
επίρρ...
εὐσυναλλάκτως (Α)
1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή
2. αποτελεσματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-αλλάσσομαι].