ἀπολιχμάομαι

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολιχμάομαι Medium diacritics: ἀπολιχμάομαι Low diacritics: απολιχμάομαι Capitals: ΑΠΟΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apolichmáomai Transliteration B: apolichmaomai Transliteration C: apolichmaomai Beta Code: a)polixma/omai

English (LSJ)

A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79. II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.

Spanish (DGE)

chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.

German (Pape)

[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιχμάομαι: слизывать (αἷμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.

Greek Monolingual

ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.

Greek Monotonic

ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep. to lick off, αἷμα Il.