ἄστιπτος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ον, = ἀστιβής, untrodden, ἀκτὴ . . βροτοῖς ἄ. S.Ph.2, v.l. ἄστειπτος, which is prob. in OGI606 (Syria).
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἄστε[ι] π[τ] ος OGI 606 (Siria I d.C.)
no hollado, no pisado ἀκτὴ ... βροτοῖς ἄστιπτος S.Ph.2, ὁδός OGI l.c.
•fig. λύπαις δ' ἄστιπτος ψυχά mi alma no hollada por los dolores e.d. exenta de preocupaciones Synes.Hymn.3.40.
Greek Monolingual
ἄστιπτος -ον (Α)
ο απάτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στιπτός < στείβω «πατώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἄστιπτος: Soph. = ἀστιβής 1.