τρίφθογγος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ἡ, a triple vowel-sound, Tz.H.12.242: as adjective τρίφθογγος, ον, having three voices, PMag.Par.1.2820.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφθογγος: -ον, ὁ τριπλοῦν ἔχων φθόγγον ἢ φωνῆεν, τὰς διφθόγγους καὶ τὰς τριφθόγγους Τζέτζ. Ἱστ. 12, 244.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίφθογγος, -ον, ΝΜ
αποτελούμενος από τρεις φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φθόγος (< φθέγγομαι), πρβλ. δίφθογγος].
Léxico de magia
-ον de tres voces de Hécate-Selene-Ártemis <θύω σοι> τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ἰοχέαιρα, Ἄρτεμι, ..., τρίφθογγε te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, disparadora de flechas, Ártemis, de tres voces P IV 2525 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, πολυώνυμε, ..., νυκτοφάνεια, τρίκτυπε, τρίφθογγε por ello te llaman Hécate, que tienes muchos nombres, que brillas en la noche, que resuenas tres veces, de tres voces P IV 2820