αὐγίτης
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
(sc. λίθος), ὁ, a precious stone, Plin.HN37.147:—fem. αὐγ-ῖτις, ίδος, ἡ, = ἀναγαλλὶς ἡ Φοινικῆ, Ps.-Dsc.2.178.
Spanish (DGE)
-ου
(λίθος) una piedra preciosa de formación volcánica, Plin.HN 37.147.
Greek Monolingual
ο (Α αὐγίτης) αυγή
ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. είδος μανιταριού.