ἐμβρυοτομία

From LSJ
Revision as of 15:46, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτομία Medium diacritics: ἐμβρυοτομία Low diacritics: εμβρυοτομία Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: embryotomía Transliteration B: embryotomia Transliteration C: emvryotomia Beta Code: e)mbruotomi/a

English (LSJ)

ἡ, cutting up of the foetus, Gal.19.107, Philum. ap. Aët.16.23, Olymp.in Grg.p.258 J., PTeb.676, Ptol.Tetr.149, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
medic. embriotomía, escisión del feto muerto, para reducir su volumen y facilitar su extracción, Philum. en Aët.16.23, Gal.19.107, Ptol.Tetr.3.13.10, Vett.Val.3.1, Medic.Fr.Pap. en PTeb.676, Sor.4.4.154, Olymp.in Grg.17.3.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, das Zerschneiden des Kindes im Mutterleibe, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτομία: ἡ κατατομὴ τοῦ ἐμβρύου ἐν τῇ μήτρᾳ, Γαλην. Γλωσσ. ἐν λ. ἰχθύην σ. 488.

Greek Monolingual

η (AM ἐμβρυοτομία)
χειρουργική επέμβαση για σμίκρυνση του όγκου νεκρού κυήματος και διευκόλυνση της εξαγωγής του από τη μήτρα.