βομβητικός
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ή, όν, humming, Eust.945.23:—also βομβ-ικός, ή, όν, τὸ τῶν θρήνων β. Sch. metr.Pi.O.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
zumbón, que zumba ζωύφιον ... βομβητικὸν ἐν τῷ πέτεσθαι Eust.945.23.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βομβητικός: -ή, -όν, βομβῶν, Εὐστ. 945. 23· βομβικός, ή, όν, Σχόλ. Πινδ.
Greek Monolingual
βομβητικός, -ή, -όν (Μ) βομβητής
ο βομβικός.