σίξις
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
εως, ἡ, (σίζω) hissing, such as is made by plunging hot metal in water, Arist.Mete.369b17.
Greek (Liddell-Scott)
σίξις: -εως, ἡ, (σίζω) ὁ συριστικὸς ἦχος ὃν παράγει θερμὸν μέταλλον ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ ὕδωρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α σίζω
ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό.