σύννυμφος

From LSJ
Revision as of 09:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννυμφος Medium diacritics: σύννυμφος Low diacritics: σύννυμφος Capitals: ΣΥΝΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: sýnnymphos Transliteration B: synnymphos Transliteration C: synnymfos Beta Code: su/nnumfos

English (LSJ)

ἡ, husband's brother's wife, LXX Ru.1.15, KeilPremerstein Zweiter Bericht No.128 (Attaleia, ii A.D.), Eust.648.43.

German (Pape)

[Seite 1028] mit vermählt, E. M., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύννυμφος: ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ Διονύσιος οὕτω φράζει: ‘‘εἰνάτερες ἐν ταῖς ἀλλήλων ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά-νυμφος].