Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικάρδιος

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρδιος Medium diacritics: δικάρδιος Low diacritics: δικάρδιος Capitals: ΔΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: dikárdios Transliteration B: dikardios Transliteration C: dikardios Beta Code: dika/rdios

English (LSJ)

ον, with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tard. δικάρδις Gp.12.1.2
1de dos corazones πέρδικες Thphr. en Ael.NA 11.40, cf. Ar.Byz.Epit.28.16.
2 subst. τὸ δ. bot., una variedad de lechuga, Gp.l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

Greek Monolingual

δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.

German (Pape)

mit zwei Herzen, Arist. H.A. 11.40.