μεγαλόψοφος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, loud-sounding, Hsch. s.v. ἐρίγδουπος, Sch.Ar.Nu.284.
German (Pape)
[Seite 108] dasselbe, Schol. Il. 5, 672.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόψοφος: -ον, ὁ μέγαν ψόφον ποιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐρίγδουπος.
Greek Monolingual
μεγαλόψοφος, -ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ψόφος (πρβλ. άψοφος, έμψοφος)].