καταπνοή

From LSJ
Revision as of 08:13, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνοή Medium diacritics: καταπνοή Low diacritics: καταπνοή Capitals: ΚΑΤΑΠΝΟΗ
Transliteration A: katapnoḗ Transliteration B: katapnoē Transliteration C: katapnoi Beta Code: katapnoh/

English (LSJ)

ἡ, blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.

Russian (Dvoretsky)

καταπνοή: дор. καταπνοάдыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Middle Liddell

καταπνοή, ἡ, καταπνέω
a blowing, Pind.