συμπεπλεγμένως

From LSJ
Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεπλεγμένως Medium diacritics: συμπεπλεγμένως Low diacritics: συμπεπλεγμένως Capitals: ΣΥΜΠΕΠΛΕΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sympeplegménōs Transliteration B: sympeplegmenōs Transliteration C: sympeplegmenos Beta Code: sumpeplegme/nws

English (LSJ)

Adv., (συμπλέκω) complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.