ἐνύδριος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνύδριος Medium diacritics: ἐνύδριος Low diacritics: ενύδριος Capitals: ΕΝΥΔΡΙΟΣ
Transliteration A: enýdrios Transliteration B: enydrios Transliteration C: enydrios Beta Code: e)nu/drios

English (LSJ)

ον, = ἔνυδρος, Orac. ap. Lyd.Mens.3.5; (θεοί) Iamb.Myst.1.9. Adv. -ίως ibid.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. -ία Procl.in R.2.18.24
1 acuático, del agua op. a terrestre, aéreo ... νύμφαι πηγαῖαι καὶ ἐνύδρια πνεύματα ninfas de las fuentes y espíritus acuáticos, Orac.Chald.216, θεοί Iambl.Myst.1.9, de los seres cósmicos, Olymp.in Alc.19, τάξις ἐ. orden, clase acuática Procl.l.c., ἄνθρωπος καὶ ἐμπύριος καὶ ἀέριος καὶ ἐ. de los dif. tipos a partir del ‘hombre ideal’, Procl.in Prm.812.12, ζῷα Procl.in Ti.2.281.29, cf. 3.189.1
neutr. sg. subst. τὸ ἐ. el género acuático Procl.in Ti.3.109.2.
2 adv. -ίως en el agua, por medio del agua αὐτῶν μετέχειν Iambl.Myst.1.9.

German (Pape)

[Seite 860] = ἔνυδρος, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνύδριος: -ον, = ἔνυδρος, Χρησμ. παρ’ Ἰω. Λυδ. π. Μην. 3. 5, σ. 88. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. π. Μυστ. 1. 9, σ. 18.

Greek Monolingual

ἐνύδριος, -ον (AM)
ένυδρος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε νερά
μσν.
το αρσ. ως ουσ. είδος υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα.
επίρρ...
ἐνυδρίως
ενύδρως, μέσα στο νερό.