φιλόθρεσκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, loving ceremonies, pious, βασιλῆες Hymn.Is.5; cf. θρεσκός, θρησκεία.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρεσκος: -ον, πιθ. μεταγεν. τύπος τοῦ φιλόθρησκος, Ἐλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 5· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει θρεσκός, ἀπαντᾷ δὲ καὶ θρεσκεία ἐν Ἀν. Βεκ. 29.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. φιλόθρησκος.