γιγαρτώδης

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγαρτώδης Medium diacritics: γιγαρτώδης Low diacritics: γιγαρτώδης Capitals: ΓΙΓΑΡΤΩΔΗΣ
Transliteration A: gigartṓdēs Transliteration B: gigartōdēs Transliteration C: gigartodis Beta Code: gigartw/dhs

English (LSJ)

ες, like grape-stones, Thphr.HP 3.17.6, Thd.Is.1.25.

Spanish (DGE)

-ες
1 parecido a la pepita de uva τι μαλακόν Thphr.HP 3.17.6.
2 subst. τὸ γ. fig. desecho πυρώσω εἰς καθαρὸν τὸ γ. σου Thd.Is.1.25.

Greek (Liddell-Scott)

γῐγαρτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γίγαρτονπλήρης ἐξ αὐτοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 17, 6, Θεοδ. II. Δ.

Greek Monolingual

γιγαρτώδης, -ες (AM)
1. όμοιος με τα κουκούτσια του σταφυλιού
2. με πολλά κουκούτσια.