καταδακτυλίζω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδακτῠλίζω Medium diacritics: καταδακτυλίζω Low diacritics: καταδακτυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katadaktylízō Transliteration B: katadaktylizō Transliteration C: katadaktylizo Beta Code: katadaktuli/zw

English (LSJ)

feel with the finger, sens. obsc., Phryn.PSp.83 B., Sch.Ar.Pax548.

German (Pape)

[Seite 1344] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische σκιμαλίζω; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.

French (Bailly abrégé)

τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι.
Étymologie: κατά, δάκτυλος.

Greek (Liddell-Scott)

καταδακτῠλίζω: «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. σκιμαλίζω.

Greek Monolingual

καταδακτυλίζω (Α)
(για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)].