ἀντίσπασμα
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ατος, τό, in war, distraction, diversion, Plb.2.18.3, D.S.20.86, J.AJ17.2.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 milit. distracción γενομένου δ' ἀντισπάσματος Plb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen. τῆς φυγῆς Ph.1.459.
2 causa de disensión ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖς I.AI 17.36.
German (Pape)
[Seite 260] τό, das Abziehen von etwas, zu einem andern Geschäft, Pol. 2, 18; D. Sic. 20, 86;Widerspruch, Veranlassung zum Zwist, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίσπασμα: ατος τό воен. отвлечение сил Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίσπασμα: -ατος, τό, ἐν πολέμῳ, διάσπασις, περισπασμός, ὡς τὸ ἀντιπερίσπασμα, Πολύβ. 2. 18, 3., Διόδ. 20. 86. ΙΙ. ἀφορμὴ πρὸς ἔριν, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 17. 2, 4.
Greek Monolingual
ἀντίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.