χρυσεοκόμης
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ου, Dor. -κόμας, α, ὁ, = χρυσοκόμης, Simon.26B, Pae.Delph.3.
German (Pape)
[Seite 1379] ὁ, = χρυσοκόμης, poet. bei Arist. rhet. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. χρυσοκόμης.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοκόμης: Arst. = χρυσοκόμης.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, = χρυσοκόμης, Σιμωνίδης 34, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, ὁ, Α
βλ. χρυσοκόμης.