ἰθυκρήδεμνος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυκρήδεμνος Medium diacritics: ἰθυκρήδεμνος Low diacritics: ιθυκρήδεμνος Capitals: ΙΘΥΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: ithykrḗdemnos Transliteration B: ithykrēdemnos Transliteration C: ithykridemnos Beta Code: i)qukrh/demnos

English (LSJ)

ον, epithet of ships, prob. with canvas set, Pamphosap.Paus.7.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυκρήδεμνος: ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ πλοῖον ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα.

Greek Monolingual

ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].