πολυστελέχης

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστελέχης Medium diacritics: πολυστελέχης Low diacritics: πολυστελέχης Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΛΕΧΗΣ
Transliteration A: polysteléchēs Transliteration B: polystelechēs Transliteration C: polystelechis Beta Code: polustele/xhs

English (LSJ)

ες, with many stems, Thphr.HP1.3.1.

Greek Monolingual

-έλεχες, και πολυστέλεχος, -ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλά στελέχη, πού αποτελείται από πολλά στελέχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο-στελέχης. Ο τ. πολυστέλεχος έχει σχηματιστεί, κατ' εξαίρεση, κατά τα επίθ. σε -ος].

German (Pape)

ες, = πολυστέλεχος, zweifelhaft.