πιθίσκος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πίθος, in plural, = Lat. Doliola, prob. l. in Plu. Cam.20.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, dim. von πίθος, Plut. Camill. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dim. de πίθος.
Russian (Dvoretsky)
πῐθίσκος: ὁ бочонок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πίθος, Λατ. doliolus, πιθαν. γραφ. ἐν Πλουτ. Καμίλλ. 20.