ἱπποδαμαστής
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = ἱππόδαμος, Poll. 1.181, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, = Folgdm, VLL., wie Poll. 1, 181.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδᾰμαστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Α΄, 181, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱππόδαμοι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιπποδαμάστρια, (Α ἱπποδαμαστής)
ιππόδαμος, αυτός που δαμάζει, τιθασεύει ή εκγυμνάζει τους ίππους.