οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: πίσσησις | Medium diacritics: πίσσησις | Low diacritics: πίσσησις | Capitals: ΠΙΣΣΗΣΙΣ |
Transliteration A: píssēsis | Transliteration B: pissēsis | Transliteration C: pissisis | Beta Code: pi/sshsis |
Dor. πίσσᾱσις, εως, ἡ, = πίσσωσις, IG42(1).102.238,245 (Epid.,ivB. C.).
και δωρ. τ. πίσσασις, ἡ, Α
η πίσσωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο ρ. πισσάω (< πίσσα)].