ἰσόπυρον
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
τό, fumitory, Fumaria capreolata, Dsc. 4.120, Plin.HN27.94, Gal.11.891.
German (Pape)
[Seite 1266] τό, (dem Waizen gleich) eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπυρον: τό, φυτόν τι, πιθαν. εἶδος κορυδαλλίδος, (κατ’ ἄλλους menyanthes ἐν τοῖς ἕλεσι φυόμενον), Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 121. Κατὰ Sibthorp νῦν ὀνομάζεται στακτέρι, ἐν Ζακύνθῳ δὲ καπνόχορτον.