σωματουργός
From LSJ
English (LSJ)
όν, creative of bodies, Id.in Prm.p.638 S., in Ti.1.311 D.
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpernd, Sp.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
(για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δραματουργός].