τρισάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάνθρωπος Medium diacritics: τρισάνθρωπος Low diacritics: τρισάνθρωπος Capitals: ΤΡΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: trisánthrōpos Transliteration B: trisanthrōpos Transliteration C: trisanthropos Beta Code: trisa/nqrwpos

English (LSJ)

ὁ, thrice a man, used by Diogenes cynically for τρισάθλιος, D.L.6.47.

German (Pape)

ὁ, dreifach Mensch, statt τρισάθλιος sagt Diogenes bei DL. 6.47.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάνθρωπος: трижды человеческий, т. е. глубоко несчастный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάνθρωπος: ὁ, τρὶς ἄνθρωπος, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Διογένους κυνικῶς ἀντὶ τρισάθλιος, Διογ. Λ. 6. 47.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει καλλιεργημένες πάρα πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄνθρωπος.