κέρνας

From LSJ
Revision as of 00:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρνας Medium diacritics: κέρνας Low diacritics: κέρνας Capitals: ΚΕΡΝΑΣ
Transliteration A: kérnas Transliteration B: kernas Transliteration C: kernas Beta Code: ke/rnas

English (LSJ)

ὁ, priest who carries the κέρνος (q.v.), AP7.709 (Alex.).

Greek Monolingual

κέρνας, ὁ (Α)
ιερέας που έφερε το κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν.

Greek Monotonic

κέρνας: -εος, τό, μεγάλο πήλινο πιάτο, μέσα στο οποίο προσφέρονταν τα φρούτα στους Κορυβάντες, το οποίο μεταφερόταν από ιερέα ή ιέρεια και αποκαλούνταν κερνᾷς, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρνας -α, ὁ [κέρνος] vaasdrager (priester).