ἑξάχρονος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, of six times, (πούς) Heph.3.2, cf. Procl. in Prm. p.990S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἓξ χρόνων (βραχέων), ὡς π.χ. ὁ μολοσσός, Ἡφαιστ. 3. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονον
χρονικό διάστημα έξι ετών.