πλίνθευσις
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
εως, ἡ, making of bricks, prob. in IG42(1).102.172 (Epid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 636] ἡ, das Streichen, Brennen der Ziegel, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πλίνθευσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, πλινθουργία, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 234, 11.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πλινθεύω
η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία.