θυσμικός

From LSJ
Revision as of 00:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυσμικός Medium diacritics: θυσμικός Low diacritics: θυσμικός Capitals: ΘΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thysmikós Transliteration B: thysmikos Transliteration C: thysmikos Beta Code: qusmiko/s

English (LSJ)

ή, όν, sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).

Greek (Liddell-Scott)

θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).

Greek Monolingual

θυσμικός, -ή, -όν (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυσμός].