συναγγία

Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ἡ, confined space, Babr.27.2, but f.l. for συναγκίῃ.

German (Pape)

[Seite 995] ἡ, Gefäß, Babr. 27, 2, od. = συνάγκεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
espace resserré BABR.
Étymologie: LSJ : pê p. συναγκίη ; v. alors ἄγχω.

Russian (Dvoretsky)

συναγγία:узкое место, теснина Babr.

Greek (Liddell-Scott)

συναγγία: ἡ, (ἄγγος) λακκῶδες μέρος, λάκκωμα, ὑδάτων ἐν συναγγίᾳ κοίλῃ Βαβρ. 27. 2.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μέρος γεμάτο λάκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγγία (< -αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεναγγία].

Greek Monotonic

συναγγία: ἡ (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.

Middle Liddell

συν-αγγία, ἡ, ἄγγος
a confined space, Babr.