συναγγία
English (LSJ)
ἡ, confined space, Babr.27.2, but f.l. for συναγκίῃ.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
espace resserré BABR.
Étymologie: LSJ : pê p. συναγκίη ; v. alors ἄγχω.
Russian (Dvoretsky)
συναγγία: ἡ узкое место, теснина Babr.
Greek (Liddell-Scott)
συναγγία: ἡ, (ἄγγος) λακκῶδες μέρος, λάκκωμα, ὑδάτων ἐν συναγγίᾳ κοίλῃ Βαβρ. 27. 2.
Greek Monolingual
ἡ, Α
μέρος γεμάτο λάκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγγία (< -αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεναγγία].
Greek Monotonic
συναγγία: ἡ (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.