έγκλειστος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἔγκλειστος, -ον)
ο κλεισμένος, περιορισμένος σ' έναν τόποέγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου»)
νεοελλ.
(για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκλειστος
μοναχός που ζει σε μοναχικό κελί, ερημίτης, ασκητής.