πολυέξοδος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ον, with many outgoings, lavish, Procl.Par.Ptol.96.
German (Pape)
[Seite 662] viel ausgehend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέξοδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, πολυδάπανος, περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυέξοδος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυδάπανος, σπάταλος
2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία»)
μσν.
αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.