εὐρύσορος

From LSJ
Revision as of 13:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύσορος: воздвигнутый над широкой урной (σῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐρύ-σορος, ον
with wide bier or tomb, Anth.