ἐπαναποδίζω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
retrace one's steps in argument, Alex.Aphr. in Metaph.813.20.
German (Pape)
[Seite 900] zurückrufen u. genau untersuchen, ἐπαναποδιστέον Arist. de gen. et corr. 1, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναποδίζω: возвращаться назад (ἐπαναποδιστέον πάλιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναποδίζω: ἀναποδίζω, ἀνακαλῶ τι καὶ ἐξετάζω αὐτὸ ἐκ νέου· ἐντεῦθεν τὸ ῥηματ. ἐπίθ. ἐπαναποδιστέον, δεῖ ἐπαναποδίζειν, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 3, 5. ― Τὸ Μέσον ἐπαναποδίζομαι σημαίνει, ἐπανέρχομαι εἰς τὰ ἴχνη μου, Μεθόδ. 149Β.
Greek Monolingual
ἐπαναποδίζω (Α)
αναποδίζω. εξετάζω και πάλι, ξαναγυρίζω σε όσα έχω εξετάσει.