νουθετητής

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητής Medium diacritics: νουθετητής Low diacritics: νουθετητής Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΗΣ
Transliteration A: nouthetētḗs Transliteration B: nouthetētēs Transliteration C: nouthetitis Beta Code: nouqethth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, monitor, Ph.2.519: as adjective, ν. λόγος Id.1.171.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.

German (Pape)

ὁ, der ans Herz Legende, Ermahnende, Philo und Sp.