κοιτώνιον
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
τό, Dim. of κοιτών, Stud.Pal.20.67.32, Sch.Ar.Lys.160.
German (Pape)
[Seite 1471] τό, dim. zum Vorigen, Schol. Ar. Lys. 150.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιτών, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
κοιτώνιον, τὸ (Α) κοιτών
μικρό υπνοδωμάτιο.