κιρσοτομία
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ἡ, operation to remove varicocele, ib.45.18.18, Paul.Aeg.6.82.
Greek Monolingual
η (AM κιρσοτομία) κιρσοτομώ
εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών.