λικμητικός

From LSJ
Revision as of 03:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικμητικός Medium diacritics: λικμητικός Low diacritics: λικμητικός Capitals: ΛΙΚΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: likmētikós Transliteration B: likmētikos Transliteration C: likmitikos Beta Code: likmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for winnowing, πτύον Eust.135.43.

German (Pape)

[Seite 46] zum Getreidereinigen gehörig, worfelnd, Eust. 135, 43.

Greek (Liddell-Scott)

λικμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίκμησιν, πτύον Εὐστ. 135. 43.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λικμητικός, -ή, -όν) λικμώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.).